- κάλλιχθυς
- (Callichthys). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μετρίου μεγέθους, που έχουν σε κάθε πλευρά δύο σειρές από σκληρά λέπια, τα οποία σχηματίζουν σκληρό θώρακα. Έχουν κοντό ραχιαίο πτερύγιο, μικρό στόμα και δόντια, καθώς και μικρό κεφάλι. Είναι γνωστά περίπου δώδεκα είδη, από τα οποία κυριότερα είναι ο κ. ο οπλισμένος, παρασινοκόκκινο ψάρι με μεταλλικές αποχρώσεις που ζει στον Αμαζόνιο, και ο κ. ο πεποικιλμένος που ζει στα νερά της Γουιάνα.
* * *κάλλιχθυς, -ίχθυος, ὁ (Α)είδος ωραίου ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + ἰχθῦς].
Dictionary of Greek. 2013.